Η μέτρηση οστικής πυκνότητας (ή τεστ μέτρησης οστικής μάζας) είναι μια μη επεμβατική μέθοδος προκειμένου να υπολογιστεί η μάζα και η πυκνότητα των οστών. Αποτελεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο στα χέρια των γιατρών για να διαγνωστεί η οστεοπόρωση και να υπολογιστεί η πιθανότητα που έχει κάποιος να υποστεί κάταγμα οφειλόμενο στην οστεοπόρωση.
Πώς γίνεται η μέτρηση οστικής πυκνότητας;
Το τεστ μέτρησης της οστικής μάζας αποτελεί τη μόνη αξιόπιστη εξέταση που μπορεί να διαγνώσει την οστεοπόρωση. Υπάρχουν δε αρκετοί τρόποι για να γίνει η μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Ο πιο συχνός και αξιόπιστος τρόπος είναι με τη μέθοδο DXA (dual energy x-ray absorsiometry). Κατά την εξέταση χρησιμοποιείται ειδικό μηχάνημα και λογισμικό, ώστε να υπολογιστεί η ποσότητα οστού, κυρίως στο ισχίο και στη σπονδυλική στήλη, και να διακριβωθεί αν το άτομο είναι υγιές ή πάσχει από οστεοπενία / οστεοπόρωση .
Εάν η μέτρηση δείξει τιμές μεταξύ -1,5 και -2,5, τότε έχουμε οστεοπενία, ενώ τιμές μικρότερες του -2,5 είναι ένδειξη οστεοπόρωσης.
Σε ποιους απευθύνεται η εξέταση;
Η συγκεκριμένη εξέταση μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε υπάρχει ένδειξη ή υπόνοια ότι μπορεί να πάσχει από κάποια ασθένεια των οστών. Ειδικότερα, συνιστάται σε:
-
Άτομα που έχουν ιστορικό οστεοπενίας / οστεοπόρωσης
-
Γυναίκες πάνω από 65 ετών
-
Γυναίκες που βρίσκονται στην εμμηνόπαυση και έχουν ιστορικό προηγούμενου κατάγματος
-
Γυναίκες κάτω των 65 με παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση κατάγματος (π.χ χαμηλό σωματικό βάρος)
-
Άτομα που που λαμβάνουν φάρμακα που μπορεί να ελαττώσουν την οστική μάζα
-
Άνδρες άνω των 70 ετών
-
Άνδρες κάτω των 70 ετών με παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση κατάγματος
-
Άτομα με παθήσεις που συνδέονται με χαμηλή οστική μάζα
Η εξέταση αυτή μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές και για να εκτιμηθεί η αποτελεσματικότητα ή μη κάποιας θεραπείας.
Είναι ασφαλής η εξέταση;
Η εξέταση είναι εντελώς ανώδυνη και ασφαλής, ενώ το μηχάνημα δεν περιορίζει τον ασθενή σε κλειστό χώρο, όπως συμβαίνει με άλλα μηχανήματα. Η μόνη δυσκολία για τον εξεταζόμενο είναι ότι θα πρέπει να παραμείνει ακίνητος για όσο κρατάει η εξέταση – 10 λεπτά κατά μέσο όρο.
Η έκθεση του εξεταζόμενου σε ακτινοβολία είναι η ελάχιστη δυνατή, ίση με το 1/10 της ακτινοβολίας που δέχεται κάποιος σε μια απλή ακτινογραφία.
Αυτό που θα πρέπει να κάνει ο ασθενής είναι για την ημέρα της εξέτασης να διακόψει τη λήψη κάποιου συμπληρώματος σιδήρου που ενδεχομένως να λαμβάνει. Επίσης, δεν πρέπει να έχει προηγηθεί κάποια εξέταση με χρήση σκιαγραφικών ουσιών.